κρεοφαγίας

κρεοφαγίας
κρεοφαγίᾱς , κρεοφαγία
eating of flesh
fem acc pl
κρεοφαγίᾱς , κρεοφαγία
eating of flesh
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • ορφισμός — Νεότερη, συμβατικά πλασμένη ονομασία που έχει δοθεί σε μια ελληνική θρησκευτική τάση, η οποία φαίνεται να διακρίνεται, και μερικές φορές εξαιτίας αντίθετης θέσης, από τα ιδεολογικά και πνευματικά σχήματα της κλασικής θρησκείας της αρχαίας Ελλάδας …   Dictionary of Greek

  • Σωτίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αλεξανδρινός περιπατητικός φιλόσοφος και συγγραφέας, που άκμασε γύρω στο 50 μ.Χ. Δάσκαλος του Σενέκα, έγραψε το έργο Κέρας Αμαλθεΐας, όπου περιλαμβάνει παράδοξες και μυθικές διηγήσεις για την Ινδία. Από αυτό… …   Dictionary of Greek

  • Αποκριά — Αποκριά, η και Απόκρια, η και Απόκριες, οι και Αποκριές, οι 1. η τελευταία μέρα κρεοφαγίας πριν από κάθε μεγάλη νηστεία: Αύριο έχουμε Αποκριά. 2. το διάστημα των τριών τελευταίων εβδομάδων πριν από την Καθαρή Δευτέρα: Τις Αποκριές γίνονται πολλοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”